- βλοσυρός
- -ή, -ό (AM βλοσυρός, -ά, -όν, Α και -ός, -όν)αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα τουαρχ.1. άγριος, φοβερός2. γενναίος, θαρραλέος3. τραχύς, σκληρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης στους Ησίοδο, Αισχ., Πλάτ., Θεόφρ. καθώς και στη μτγν. ποίηση και πεζογραφία. Δυσχέρειες γεννά ο καθορισμός της αρχικής σημασίας της λ., ενώ αβέβαιη παραμένει και η ετυμολόγησή της. Έχει υποτεθεί ότι η λ. βλοσυρός δυνατόν να σχηματίστηκε με απόσπαση της λ. από το ομηρικό συνθ. βλοσυρώπις (κυριολ. «με μάτι ή όψη αρπακτικού πτηνού»), το α' συνθετικό του οποίου βλοσυρ- (κυριολ. «αρπακτικό πτηνό») αποτελεί πιθ. αιολ. τ. < *gwltur-, με αντιστοιχία στο λατ. voltur «γύπας» (πρβλ. και λ. βλοσυρώπης)].
Dictionary of Greek. 2013.